Κυριακή 28 Μαρτίου 2010









ΤΩι ΚΑΛΛΙΝΙΚΩι



















ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ -8ος αιώνας π.Χ.




ΠΡΟΣ ΔΙΟΣ ΞΕΙΝΟΙ ΤΕ ΠΤΩΧΟΙ ΤΕ




                           
ΕΞΑΠΙΝΗΣ Δ' ΟΔΥΣΗΑ ΙΔΟΝ ΚΥΝΕΣ ΥΛΑΚΟΜΩΡΟΙ. 
ΟΙ ΜΕΝ ΚΕΚΛΗΓΟΝΤΕΣ ΕΠΕΔΡΑΜΟΝ· ΑΥΤΑΡ ΟΔΥΣΣΕΥΣ
ΕΖΕΤΟ ΚΕΔΡΟΣΥΝΗι, ΣΚΗΠΤΡΟΝ ΔΕ ΟΙ ΕΚΠΕΣΕ ΧΕΙΡΟΣ. 
ΕΝΘΑ ΚΕΝ Ωι ΠΑΡ ΣΤΑΘΜΩι ΑΕΙΚΕΛΙΟΝ ΠΑΘΕΝ ΑΛΓΟΣ·
ΑΛΛΑ ΣΥΒΩΤΗΣ ΩΚΑ ΠΟΣΙ ΚΡΑΙΠΝΟΙΣΙ ΜΕΤΑΣΠΩΝ
ΕΣΣΥΤ΄ΑΝΑ ΠΡΟΘΥΡΟΝ, ΣΚΥΤΟΣ ΔΕ ΟΙ ΕΚΠΕΣΕ ΧΕΙΡΟΣ. 
ΤΟΥΣ ΜΕΝ ΟΜΟΚΛΗΣΑΣ ΣΕΥΕΝ ΚΥΝΑΣ ΑΛΛΥΔΙΣ ΑΛΛΟΝ 
ΠΥΚΝΗιΣΙΝ ΛΙΘΑΔΕΣΣΙΝ· Ο ΔΕ ΠΡΟΣΕΕΙΠΕΝ ΑΝΑΚΤΑ·
«Ω ΓΕΡΟΝ, Η ΟΛΙΓΟΝ ΣΕ ΚΥΝΕΣ ΔΙΕΔΗΛΗΣΑΝΤΟ
ΕΞΑΠΙΝΗΣ, ΚΑΙ ΚΕΝ ΜΟΙ ΕΛΕΓΧΕΙΗΝ ΚΑΤΕΧΕΥΑΣ...» 

                                               ...ΧΑΙΡΕ Δ' ΟΔΥΣΣΕΥΣ
ΟΤΤΙ ΜΙΝ ΩΣ ΥΠΕΔΕΚΤΟ, ΕΠΟΣ Τ' ΕΦΑΤ' ΕΚ Τ ' ΟΝΟΜΑΖΕ·
«ΖΕΥΣ ΤΟΙ ΔΟΙΗ, ΞΕΙΝΕ, ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΘΕΟΙ ΑΛΛΟΙ
ΟΤΤΙ ΜΑΛΙΣΤ' ΕΘΕΛΕΙΣ, ΟΤΙ ΜΕ ΠΡΟΦΡΩΝ ΥΠΕΔΕΞΟ.»
ΤΟΝ Δ' ΕΠΑΜΕΙΒΟΜΕΝΟΣ ΠΡΟΣΕΦΗΣ, ΕΥΜΑΙΕ ΣΥΒΩΤΑ·
«ΞΕΙΝ' , ΟΥ ΜΟΙ ΘΕΜΙΣ ΕΣΤ' ΟΥΔ' ΕΙ ΚΑΚΙΩΝ ΣΕΘΕΝ ΕΛΘΟΙ,
ΞΕΙΝΟΝ ΑΤΙΜΗΣΑΙ· ΠΡΟΣ ΓΑΡ ΔΙΟΣ ΕΙΣΙΝ ΑΠΑΝΤΕΣ
ΞΕΙΝΟΙ ΤΕ ΠΤΩΧΟΙ ΤΕ· ΔΟΣΙΣ Δ΄ ΟΛΙΓΗ ΤΕ ΦΙΛΗ ΤΕ
ΓΙΓΝΕΤΑΙ ΗΜΕΤΕΡΗ…»

Από το ξ της Οδύσσειας

Τα γαβγισιάρικα σκυλιά αξαφνικά θωρούνε
τον Οδυσσέα και μεμιάς απάνω του χιμούνε
γαβγίζοντας, μ΄αυτός κουτός δεν ήταν, μόνο δίνει, 
χάμαις καθίζει μονομιάς και το ραβδί τ΄αφήνει. 
Και θα την είχεν άσκημη, κι ας έκατσεν και κάτω 
και μες 'ς τσ' αγρούς του, το γιαμιάς αν έξω δεν πετάτο
τρεχάτος ο χοιροβοσκός, τα τσαγκαριά ν΄αφήσει
και με χαράκια και χουβές τους σκύλους να σκορπίσει·
μετά γυρνούν τα χείλη του στο ρήγα και μιλούνε:
«Ε γέρο, λίγον έλειψεν οι σκύλοι να σε πιούνε, 
που σου χιμήξαν ξαφνικά, το κρίμα σου να σέρνω...»
                                         
                                        …κι εχαιρόταν
ετσά που τον εδέχτηκε κι αυτά του λέει πάλι·
«Ο Δίας κι οι γι αθάνατοι θεοί, μακάρι, οι γι άλλοι,
να σου χαρίσουν, ξένε μου, ό,τι ποθεί η καρδιά σου.»
Κι Εύμαιε, συ χοιροβοσκέ, του λες με τη σειρά σου·
«Δεν τό 'χω, ξένε μου, πρεπό να μην τιμώ τον ξένο,
κι αν από σένα θα δεχτώ και πιο δυστυχισμένο,
τι είναι του Δία κι ο φτωχός κι ο ξένος που πλανάται·
κι εμάς το δώρο μας μικρό, μ΄ αγαπητό λογάται…»

Από την Ομήρου Οδύσσεια, μετάφραση Γεωργίου Ψυχουντάκη, πρόλογος Στυλιανού Αλεξίου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996. 







ΕΙΣ ΞΕΝΟΥΣ



ΑΙΔΕΙΣΘΑΙ ΞΕΝΙΩΝ ΚΕΧΡΗΜΕΝΟΝ ΗΔΕ ΔΟΜΟΥ
ΟΙ ΑΣΤΥ ΤΥΡΒΗΕΝ ΕΥΡΥΠΕΔΟΝ ΝΑΙΕΤΕ 
ΠΑΛΛΑΔΟΣ ΑΘΗΝΑΙΗΣ  


Σεβαστείτε αυτόν που έχει ανάγκη φιλοξενίας και στέγης
εσείς που κατοικείτε την θορυβώδη πλατιά πόλη 
της Παλλάδας Αθηνάς    


Διασκευή -χωρίς μέτρο- των πρώτων στίχων του ομηρικού ύμνου Εις ξένους























Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΛΕΡΙΟ ΦΛΑΚΚΟ -1ος αιώνας μ.Χ.







































ΑΘΛΟΙ ΘΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ


Οι Αργοναύτες ξεκινούν το ταξίδι τους, 
στον Όλυμπο οι θεοί συνεδριάζουν. 
Μιλά ο Δίας: 

TUNC OCULOS AEGΑEA REFERT AD CAERULA
ROBUR HERCULEUM LEDAEQUE TUENS GENUS
ATQUE ITA FATUR:
«TENDITE IN ASTRA, VIRI:
ME PRIMUM REGIA MUNDO IAPETI POST BELLA TRUCIS
PHLEGRAEQUE LABORES IMPOSUIT;
DURUM VOBIS ITER ET GRAVE CAELI INSTITUI.
SIC ECCE MEUS, SIC ORBE PERACTO LIBER
ET EXPERTUS REMEAVIT APOLLO

Τότε στρέφοντας το βλέμμα στα γαλανά νερά του Αιγαίου
παρατηρεί ο Δίας τον Ηρακλή και τους γιους της Λήδας
και έτσι μιλά: «Πορευθείτε, άνδρες, στ΄αστέρια·
η βασιλεία των θεών μου ανατέθηκε
μόνο μετά τον πόλεμο με τον άγριο Ιαπετό,
μόνο μετά τους άθλους μου στην Φλέγρα·
έχω ορίσει σκληρή και δύσκολη για σας
την άνοδο στον ουρανό.
Ιδού, αφού έτσι στην οικουμένη πλανήθηκε ο Διόνυσός μου,
αφού έτσι δοκίμασε τη ζωή στη γη ο Απόλλων,
στον Όλυμπο επανήλθαν.»

Από το Α' βιβλίο των Αργοναυτικών του Βαλέριου Φλάκκου.  












  

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ -8ος αιώνας π.Χ.























































ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ

Μιλά ο Γλαύκος, ο γιος του Ιππόλοχου, σύμμαχος των Τρώων, στον Διομήδη, τον γιο του Τυδέα, ηγεμόνα των Αργείων:

ΟΙΗ ΠΕΡ ΦΥΛΛΩΝ ΓΕΝΕΗ ΤΟΙΗ ΔΕ ΚΑΙ ΑΝΔΡΩΝ.
ΦΥΛΛΑ ΤΑ ΜΕΝ Τ' ΑΝΕΜΟΣ ΧΑΜΑΔΙΣ ΧΕΕΙ, ΑΛΛΑ ΔΕ Θ' ΥΛΗ
ΤΗΛΕΘΟΩΣΑ ΦΥΕΙ, ΕΑΡΟΣ Δ΄ ΕΠΙΓΙΓΝΕΤΑΙ ΩΡΗ·
ΩΣ ΑΝΔΡΩΝ ΓΕΝΕΗ Η ΜΕΝ ΦΥΕΙ Η Δ΄ ΑΠΟΛΗΓΕΙ

Αλήθεια, όποια των φύλλων η γενιά 
τέτοια και των ανθρώπων.
Από τα φύλλα άλλα ο άνεμος χάμω σκορπά, 
και άλλα το δάσος το ολόχλωρο γεννά, 
καθώς της άνοιξης έρχεται ο χρόνος·
όμοια και απ΄των ανθρώπων τις γενιές, 
γεννιέται η μια, η άλλη σβήνει.

Από το Ζ της Ιλιάδας




















































  

Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΡΝΗΛΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ -20ός αιώνας μ.Χ.

…κάποιες κεντρικές ιδέες, βιαστικά διατυπωμένες (από τον Κορνήλιο Καστοριάδη στο κείμενό του Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα, εκδσεις ΥΨΙΛΟΝ / ΒΙΒΛΙΑ, Αθήνα 1986).


     α. Η ερμηνεία που είχε παλιότερα επικρατήσει και διαδοθεί για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και άνθρωπο, σαν κόσμο και άνθρωπο αρμονίας και μέτρου, είναι παιδαριωδώς αφελής, ειδυλλιακή προβολή δυτικών σχημάτων και νοσταλγιών του 18ου και 19ου αιώνα. Η αρμονία και το μέτρο για τους αρχαίους Έλληνες δεν είναι δεδομένα, αλλά προβλήματα και σκοπός ―που η πραγματοποίησή τους είναι πάντα αβέβαιη και επισφαλής σε ό, τι αφορά την ανθρώπινη ζωή.   
    β. Κεντρική για την αρχαία ελληνική σκέψη είναι η ιδέα του ΧΑΟΥΣ. Για τον Ησίοδο (ΘΕΟΓΟΝΙΑ, στίχος 116), το σύνολο των όντων (θεοί και άνθωποι, «πράγματα», «φαινόμενα» και «δυνάμεις») γεννιέται από το χάος, δηλαδή από το τίποτα, το κενό, το μηδέν (ΧΑΙΝΩ): 

Η ΤΟΙ ΜΕΝ ΠΡΩΤΙΣΤΑ ΧΑΟΣ ΓΕΝΕΤ· 
Αλήθεια, το Χάος πρώτιστα έγινε

Αυτό το Χάος δεν έχει σχέση με την πολύ μεταγενέστερη έννοια του χάους ως συμφυρμού, κυκεώνα, γενικευμένης α―ταξίας. Εντούτοις όμως, στην ίδια την ΘΕΟΓΟΝΙΑ υπάρχει ένα έσχατο μέρος ή βάθος, μια ανάποδη του κόσμου, που είναι ΧΑΟΣ με την μεταγενέστερη έννοια:  ο ποιητής του δίνει, συμβατικά και συμβολικά, το όνομα ΤΑΡΤΑΡΟΣ (στίχοι 717―720, 722―723, 724―730, 731―735). Οι «ρίζες» του κόσμου ―«της γης και της στείρας θάλασσας»― βγαίνουν απ΄ αυτό το τεράστιο κιούπι, που το στόμα του το ζώνει «τριπλή νύχτα». Οι «ρίζες» του κόσμου ―όπου ΚΟΣΜΟΣ  ίσον τάξη―  η «άλλη του όψη» είναι αυτός ο τερατώδης χώρος. Σε τούτη μόνο την όψη (όπου ζούμε και εμείς) βασιλεύει ―προς το παρόν― ο Ζευς, και την κάνει να είναι κατά κάποιο τρόπο ΚΟΣΜΟΣ.
   γ. Ο κόσμος δεν είναι καμωμένος για τους ανθρώπους ούτε ενδιαφέρεται γι' αυτούς. Γενικότερα, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη για την ζωή, δεν υπάρχει καμιά υπερβατική εξωκοσμική δύναμη που να ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους, ακόμα λιγότερο, να τους «αγαπάει». Οι θεοί επεμβαίνουν μόνο αν κάποιος τούς ζημιώσει ή ασεβήσει εις βάρος τους κλπ. Εξάλλου, και οι ίδιοι οι θεοί δεν είναι παντοδύναμοι, υπόκεινται σε μια απρόσωπη Μοίρα, η οποία έφερε πρώτα τον Ουρανό, έπειτα τον Κρόνο κι έπειτα τον Δία. Ο Προμηθέας, στην ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου, μηνύει στον Δία μέσω του αγγελιαφόρου του, Ερμή ότι:


ΝΕΟΝ ΝΕΟΙ ΚΡΑΤΕΙΤΕ ΚΑΙ ΔΟΚΕΙΤΕ ΔΗ
ΝΑΙΕΙΝ ΑΠΕΝΘΗ ΠΕΡΓΑΜ' · ΟΥΚ ΕΚ ΤΩΝ Δ' ΕΓΩ
ΔΙΣΣΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΥΣ ΕΚΠΕΣΟΝΤΑΣ ΗιΣΘΟΜΗΝ;
ΤΡΙΤΟΝ ΔΕ ΤΟΝ ΝΥΝ ΚΟΙΡΑΝΟΥΝΤΑ ΕΠΟΨΟΜΑΙ
ΑΙΣΧΙΣΤΑ ΚΑΙ ΤΑΧΙΣΤΑ


Νέοι, νέαν εξουσία κατέχετε και ασφαλώς νομίζετε
πως κατοικείτε απροσπέλαστη στο πένθος ακρόπολη·  
από αυτήν εγώ δεν είδα
δύο κυβερνητών την πτώση ; 
Έτσι και τον τρίτο, τον σημερινό δεσπότη, 
να πέφτει θα δω
πολύ άσχημα και πολύ σύντομα.


                        ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ, στίχοι 955―959


   δ. Τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα ―κι αυτή είναι η εποχή που με ενδιαφέρει, όγδοος με πέμπτο αιώνα― για την αρχαία ελληνική αντίληψη, η μετά θάνατον ζωή ή δεν υπάρχει ή, αν υπάρχει, είναι πολύ χειρότερη απ΄ την επίγεια ζωή. Αυτό λέγεται σαφώς στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, στην «Νέκυια» (λ, 488), όταν ο Οδυσσέας συναντά την σκιά του νεκρού Αχιλλέα στον Άδη, η οποία και του λέει:


ΜΗ ΔΗ ΜΟΙ ΘΑΝΑΤΟΝ ΓΕ ΠΑΡΑΥΔΑ, ΦΑΙΔΙΜ' ΟΔΥΣΣΕΥ.
ΒΟΥΛΟΙΜΗΝ Κ' ΕΠΑΡΟΥΡΟΣ ΕΩΝ ΘΗΤΕΥΕΜΕΝ ΑΛΛΩι,
ΑΝΔΡΙ ΠΑΡ' ΑΚΛΗΡΩι, Ωι ΜΗ ΒΙΟΤΟΣ ΠΟΛΥΣ ΕΙΗ.
Η ΠΑΣΙΝ ΝΕΚΥΕΣΣΙ ΚΑΤΑΦΘΙΜΕΝΟΙΣΙΝ ΑΝΑΣΣΕΙΝ.

Tον θάνατο μη μου παινεύεις λαμπρέ Οδυσσέα.
Θα προτιμούσα επάνω στην γη ζώντας 
να δουλεύω για άλλον,
για άνδρα χωρίς περιουσία, με λίγο βιος,
παρά σ'όλους τους  νεκρούς, που'χουν σβήσει πια,  
να βασιλεύω.


Αυτός είναι, λοιπόν, ο νόμος της υπάρξεως του είναι:  νόμος γενέσεως και φθοράς, επιστροφής στο χάος, αν μπορώ να πω, και αναδημιουργίας του κόσμου από το χάος. Η ιδέα ενός ιστορικού νόμου, εγγυητή μιας ιδανικής κοινωνίας, είναι ιδέα άγνωστη στους Έλληνες, όπως άγνωστος είναι ο μεσσιανισμός ή η δυνατότητα εξωκοσμικής φυγής. Η θεώρηση αυτή εμπνέει μια στάση, σύμφωνα με την οποία ό, τι είναι να γίνει θα γίνει εδώ. Ό, τι δεν γίνεται εδώ, δεν γίνεται για μας, δεν μας αφορά, γίνεται αλλού, μεταξύ θεών, ή γίνεται στις ρίζες του χάους. Το σημαντικό για μας γίνεται εδώ, εξαρτάται από μας κι εμείς θα το κάνουμε. Δεν θα το κάνει ούτε ο Θεός, ούτε η ιστορική αναγκαιότητα, ούτε καμιά πολιτική διεύθυνση, κάτοχος της επιστημονικής σοφίας επί των πολιτικών πραγμάτων. Θα το κάνουμε εμείς οι άνθρωποι ―αν γίνεται, κι αν μας αφήσει η Μοίρα―  ή δεν μπορεί να γίνει. Και αυτό εν γνώσει μας ότι υποκείμεθα στον ίδιο νόμο που διέπει και τον υπόλοιπο κόσμο, νόμο γενέσεως και φθοράς.


     Το χάος το έχουμε και μέσα μας με την μορφή της ΥΒΡΕΩΣ, δηλαδή της άγνοιας ή αδυναμίας αναγνωρίσεως των ορίων των πράξεών μας· διότι, βεβαίως, αν τα όρια ήσαν σαφή και αναγνωρίσιμα εκ των προτέρων, δεν θα υπήρχε ΥΒΡΙΣ, θα υπήρχε απλώς παράβαση ή αμάρτημα, έννοιες χωρίς κανένα βάθος.


     Αυτό είναι εξάλλου κι ένα απ΄ τα μαθήματα της τραγωδίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την  φιλοσοφία και την γονιμοποιεί. Σαν πολιτικός θεσμός η τραγωδία είναι θεσμός αυτοπεριορισμού. Υπενθυμίζει διαρκώς στους Αθηναίους πολίτες ότι υπάρχουν όρια άγνωστα εκ των προτέρων στο δρών υποκείμενο, το οποίο ενεργεί υπεύθυνα αναλαμβάνοντας τους κινδύνους των πράξεών του. Κανείς δεν μπορεί να του τα υποδείξει εκ των προτέρων. Μόνο του πρέπει να τα καταλάβει ή να τα διαισθανθεί.


     Αυτές τις ιδέες τις ονομάζω κεντρικές φαντασιακές σημασίες. Αποτελούν τρόπο σημασιοδότησης της πραγματικότητας, της ανθρώπινης ζωής και του κόσμου. Τις συναντάμε από την καταβολή, από την αρχική σύσταση του ελληνικού κόσμου, από τον Όμηρο ήδη και από την μυθολογία. Η σημασία της διαδοχής Ουρανού, Κρόνου και Δία, όπως περιγράφεται από τον μύθο, εκφράζει την ίδια αυτή φιλοσοφική αντίληψη που προσπάθησα να διατυπώσω περιληπτικά. Γι' αυτό και θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχουν πολλές και ωραίες μυθολογίες, μία όμως είναι η αληθινή: η αρχαία ελληνική. Αληθινή με την έννοια ότι όλοι οι μύθοι της έχουν ένα σημασιακό υπόβαθρο, μέσα στο οποίο κατοπτρίζεται η ίδια μας η ζωή και κάθε ανθρώπινη ζωή.


     Ο ελληνικός κόσμος κτίζεται πάνω στην επίγνωση ότι δεν υπάρχει φυγή από τον κόσμο κι από τον θάνατο, ότι ο άνθρωπος είναι θνητός. Στο σημείο αυτό θα τολμήσω να διορθώσω έναν μεγάλο Έλληνα ποιητή, τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Στο ποίημά του «Εις την οδόν των Φιλελλήνων», ο Εμπειρίκος τελειώνει με την ευχή: 


να γίνη […] πανανθρώπινη η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμο εδώ κάτω, έκαμαν οιστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου.


Εγώ θα έλεγα: 


έκαμαν οίστρο της ζωής την γ ν ώ σ η του θανάτου.