Μανία
Η φυσική ζωή του πρωτόγονου, η ακέραιη βίωση των αρχών της κοινωνικής του ζωής κι ο ισοκρατικός χαρακτήρας της φυλετικής κοινωνίας [1] θα σιγουρεύαν τους όρους της ψυχικής και διανοητικής του υγείας, αν δεν τα αντιμάχουνταν η αδυναμία του να ξεχωρίζει το πραγματικό από το φανταστικό και η δύναμη της αυθυποβολής του. Ο ταυτισμός του φανταστικού με το πραγματικό, ο κύριος αυτός όρος και της μαγικής του τεχνικής, κρατεί σ'αέναο παροξυσμό τη φαντασία του· η ενάργεια της φαντασίας του, συνδυασμένη με τις εξωλογικές τροπές του στοχασμού, κάνει την αυθυποβολή του τρομαχτική· κ'η συνείδηση, τέλος του Εγώ ή λείπει ολότελα στ'αρχαιότερα στάδια ή μόλις και θαμποχαράζει. Ανάμεσα σε μια νόηση αέναα ξεκλειδωμένη από τη φαντασίωση και σε μια ψυχικότητα αέναα αναστατωμένη από την αυθυποβολή, η μετάσταση από τη συνείδηση στην παράκρουση κι αυτόματη και πολυσύχναστη είναι. Ο άνθρωπος έτσι των χαμηλότερων σταδίων, αγκαλά [2] κ΄έξω από τη σύγκρουση του φυσικού και κοινωνικού νόμου, συχνά παρουσιάζει υστερικούς και παρανοϊκούς παροξυσμούς, ατομικούς ή ομαδικούς, από τις μαλακές ίσαμε τις δεινότερες μορφές τους. Οι ανωμαλίες αυτές αποδίνουνται, γενικά, ή στην παράβαση κάποιου ταμπού, που αδειάζει κάποιο μυστικό δυναμισμό, ή στην ενέργεια πνευμάτων ή θεών που κρούνε [3] μ΄επιρροές ή κυριεύουν και διακατέχουν. Ορισμένες περιστάσεις είναι εξαιρετικά πρόσφορες για τις ανωμαλίες αυτές, που οι Έλληνες τις περιλαβαίνουν στον γενικό όρο μανία.
Από τον Διόνυσο του Παναγή Λεκατσά,
εκδ. Εταιρείας Σπουδών Σχολής Μωραϊτη,
Αθήνα 1985, σ. 37
[1] ισοκρατική η κοινωνία, της οποίας όλα τα μέλη κατέχουν ίσο μερίδιο στην εξουσία· φαίνεται να αντικαθιστά τον κοινό-τερο όρο δημοκρατικός, γιατί, αναφερόμενος σε πρωτόγονες κοινωνίες, θα αποτελούσε αναχρονισμό, καθώς η δημοκρατία προϋποθέτει την ταξική διαφοροποίηση και την επιβολή της εξουσίας του δήμου, των πολλών, επί των ολίγων, διαφορο-ποίηση που εύλογα εικάζεται πως δεν υπήρχε στις πρωτόγο-νες κοινωνίες.
[2] αγκαλά = αν και, μολονότι.
[3] που κρούνε = που πλήττουν, από το κρούω.
O Παναγής Λεκατσάς (1911-1970), γόνος φτωχής και πολυμελούς οικογένειας, έδειξε από μικρός έφεση για τα Γράμματα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Aρχαιοελληνική και Pωμαϊκή Iστορία. Σπούδασε ωστόσο Nομικά, παρόλο που η επιστήμη αυτή ποτέ δεν τον συγκίνησε. Ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια άρχισε να μελετά την αρχαιοελληνική γραμματολογία και το 1933 δημοσίευσε το πρώτο του έργο: Συμβολή στη διαλεκτική ιστορία της φιλοσοφίας. Aπό τότε, και μέχρι το θάνατό του, δεν έπαψε να συγγράφει, ανοίγοντας νέους δρόμους όχι μόνο για τις φιλολογικές επιστήμες, αλλά κυρίως για τις αδιαμόρφωτες ακόμα τότε στην Eλλάδα επιστήμες της Eθνολογίας και της Θρησκειολογίας. Παράλληλα, αναδείχτηκε σε έναν από τους πλέον επιφανείς διανοούμενους της ελληνικής Aριστεράς, συγκεντρώνοντας πάντως, συχνά, τα κριτικά πυρά διακεκριμένων ομοϊδεατών του (όπως του Δ. Γληνού, του I. Kορδάτου και του T. Bουρνά). Έργα του Παναγή Λεκατσά είναι, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω (τα περισσότερα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη, από την ιστοσελίδα των οποίων προέρχεται το ανωτέρω βιογραφικό σημείωμα): Η καταγωγή των Θεσμών, των Εθίμων και των Δοξασιών (1951), Η Ψυχή (1958), Έρως (1963), Η Μητριαρχία (1970), Ο Διόνυσος (1971), Η Πολιτεία του Ήλιου (1977), Το Κάλεσμα της Θεονύφης (1980), Το Θείον Βρέφος (1996). Ο Παναγής Λεκατσάς τελείωσε τον Διόνυσό του στα τέλη Αυγούστου του 1970 και λίγες ημέρες μετά, στις 6 Σεπτεμβρίου, πέθανε σχεδιάζοντας την εκδοτική μορφή του βιβλίου και δίνοντας γραπτές οδηγίες για το τύπωμά του.