Ε ἰ ς Ἀ ρ τ έ μ ι δ α Ἀ γ ρ ο τ έ ρ α ν ε ὐ χ ή
ἐπὶ τῇ κτηνῶν σφαγῇ τε καὶ βορᾷ
Άρτεμι, συγχώρησε τον σκοτωμόν ετούτο.
Βογκώντας σέρνονται τ’ αγρίμια στο σφαγείο,
γελάδια, πρόβατα, πουλιά κλεμμένα από σένα,
μέσα πατούν στο αίμα τους, έντρομα σε κοιτούνε,
αθώρητη τα παρηγορείς πριν βρουν τον θάνατό τους.
Κυρά των αγριμιών εσύ, Άρτεμι Αγροτέρα,
από τις Νύμφες σου κι εσέ τα κλέψαν οι αδελφοί σου,
ο Απόλλωνας και ο Ερμής, ο Πάνας των ποιμνίων.
Κι απ’ τους θεούς τα πήρανε οι άξεστοι ποιμένες,
τα ημέρωσαν, τα μέτρησαν, τα κλείσανε σε μάντρες,
τ’ αρμέξανε, τα κούρεψαν, μετά τα ζευγαρώσαν,
και πήραν τα γεννήματα και φτιάξαν περιουσίες.
Αυτοί πρώτοι πιστέψανε και τους άνθρώπους όμοια
πως είχαν το δικαίωμα να κλείνουνε σε μάντρες.
Γυναίκες πρώτα και παιδιά με βία προσδεθήκαν
μετά όσοι δεν πρόλαβαν, δεν είχανε την τύχη,
όσοι απλώς δεν θέλησαν, και όσοι νικηθήκαν.
Οι πού ’σαν πριν ελεύθεροι πέσαν στην εξουσία
των πατεράδων, των αντρών, του κάθε πατριάρχη.
Ἵλεως τῷ θύτῃ ἐλθέ, Ἄρτεμι Ἀγροτέρα,
ὅτι σοῦ ἐσμὲν πάντα τὰ γένη τὰ θνητὰ,
θαλάσσης, οὐρανοῦ καὶ γῆς τὰ πάντα.
Λυπήσου, θεά, τον δήμιο τι τον πιέζει ανάγκη,
ανάγκη πανανθρώπινη πώς να τραφούν τα πλήθη.
Γνωρίζουμέ το, δέσποινα, σεβόμαστε το αίμα,
θυμόμαστε το χρέος μας και κάνουμε τα πρέπει.
Τα μερωμέν’ αγρίμια σου και σέν’ ευχαριστούμε
για τη ζωή που χάνουνε, για την που δίνουν σάρκα.
Κυρά των αγριμιών εσύ, Άρτεμι Αγροτέρα,
τη φύση των πάντων ερευνώ και τη ζωή τ’ ανθρώπου,
κι αναγνωρίζω, δέσποινα, τα δικαιώματά σου.
24-25 Απριλίου 2015
Ε ἰ ς Ἑ ρ μ ῆ ν Χ α ρ ι δ ό τ η ν ε ὐ χ ή
―Στον Ερμή της Πρωτομαγιάς
Ερμή μου πολυμήχανε, αρχάγγελε του Δία,
Κυλλήνιε μοναχογιέ της λευκοχέρας Μαίας,
όρισε στο τραπέζι μας, στη συντροφιά μας φέρε
τις Χάριτες του ουρανού, της γης και της θαλάσσης
τις Χάρες τις πολύτιμες των αθανάτων όλων
αφού χωρίς αυτές ο βίος μας αβίωτος θα γίνει.
Φέρε την Αίγλη τη λαμπρή, τη φουντωμένη Θάλεια,
φέρε και τη μικρότερη πασίχαρη Ευφροσύνη.
Απ’ της ζωής τα αγαθά ανώφελο κανένα,
σ’όλα τους πρέπει σεβασμός, υπομονή και μέτρο.
Αἱ Χάριτες τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης
πᾶσαι ἐν βρώσει ἔλθοιεν, ἐν πόσει, ἐν τοῖς ἔργοις
ἡμῖν τοῖς ἑορτάζουσιν ἐν ταύτῃ τῇ θυσίᾳ.
Κι αν έρθει ανάγκη, κύρη μου, αν πρέπει να διαλέξω,
από τα δώρα των θεών αν αγαπήσω ένα,
τον τρόπο δείξε μου, πολύτροπε, σ’ όλα τιμή να δίνω,
κανείς θεός μην οργιστεί, το βλέμμα αποστρέψει,
το φως της μη χάσει η ζωή και γίν’ η χαρά μου θλίψη.
Σαν τότε που ο κυνηγός, το τέκνο του Θησέα
στην Άρτεμη όλος δόθηκε, μίσησε την Αφροδίτη.
Ο Ιππόλυτος αρνούμενος το κάλεσμα του πόθου
να μείνει θέλησε παιδί άγουρο και παρθένο.
Κι αν έσφυζε το σώμα του απ’ τους χυμούς της νιότης
ο νους σκληρά τον έσπρωχνε ενάντια στη φύση
και την Κυθέρεια ατίμασε, αρνήθη τα ιερά της.
Εκείνη πάνω του έστρεψε τον έρωτα της Φαίδρας,
αταίριαστο, περιπαθή, πανίσχυρο και ψεύτη.
Κι αν ήθελε δεν μπόρεσε η Άρτεμι να σώσει
τον άνθρωπο που απόδιωξε την χάρη των Ερώτων.
Ή σαν εκείνο τον βοσκό, το τέκνο του Πριάμου,
τον Πάρη που μπροστά του εσύ οδήγησες, Ερμή μου,
τις τρεις ολύμπιες δέσποινες εκείνος να διαλέξει
από τις τρεις ποια προτιμά, ποιανής τα δώρα θέλει,
τις νίκες τις πολεμικές, μήπως την εξουσία
ή μήπως απ’ όλα πιο πολύ τα έργα των Ερώτων.
Κι εκείνος στην Κυθέρεια όλος παραδομένος
την Ήρα και την Αθηνά αφόρητα προσβάλλει
νόμους παραβιάζοντας, κλέβοντας την Ελένη.
Και όσο αν ικέτευε τον Δία η Αφροδίτη
ξεχείλισ’ ο θυμός των θεαινών και έκαψε την Τροία.
Έχει η ανάγκη χίλια πρόσωπα και η ζωή μυριάδες
ποικίλα και αντιφατικά, εράσμια και πλάνα
και πίσω απ’ το καθένα τους ενός θεού η λάμψη.
Στη σκέψη δώσε δύναμη, επιμονή στην πράξη,
φίλους, σημάδια, οδηγούς, αληθινούς συμβούλους,
σε τούτο το ταξίδι, Ερμή, τον δρόμο μου να βρίσκω.
Αἱ Χάριτες τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης
πᾶσαι ἐν βρώσει ἔλθοιεν, ἐν πόσει, ἐν τοῖς έργοις
ἡμῖν τοῖς ἑορτάζουσιν ἐν ταύτῃ τῇ θυσίᾳ.
Ερμή μου πολυμήχανε, αρχάγγελε του Δία,
την φύση των πάντων ερευνώ και τη ζωή τ’ ανθρώπου
κι αναγνωρίζω, κύριε, τα δικαιώματά σου.
Νύχτα 19ης προς 20ή Απριλίου 2015