Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

ΕΙΣ ΜΟΙΡΑΣ







Τις Μοίρες αξίωσε, Μούσα, και πάλι να υμνήσουμε
πανσέβαστες θεές, τρεις αδελφές αδιαίρετες
που αδράχτι κρατούν ιερό, στον αργαλειό τους υφαίνουν
όσα έγιναν, όσα γίνονται, όσα μέλλεται ακόμη να γίνουν.

Τον Δία εκείνες ανέθρεψαν, 
βρέφος ακόμη στο άντρο της Ρέας, 
την Αθηνά, την όμοια με γλαύκα θεά, 
εκείνες διδάξαν να υφαίνει.
Στων Μοιρών την άκαμπτη βούληση 
υποχωρούν αγρίμια και άνθρωποι,
η γη, ο ουρανός και η θάλασσα, οι θεοί και οι θεές, 
ο ίδιος ο Δίας.

Τις Μοίρες αξίωσε, Μούσα, και πάλι να υμνήσουμε,
πανσέβαστες θεές, παρθένες ντυμένες το φως,
που αδράχτι κρατούν ιερό, στον αργαλειό τους υφαίνουν
φως και σκοτάδι, ανάγκη και τύχη, το δυνατό, το αδύνατο,
τη χαρά, την οδύνη, τον πόθο, τον τρόμο,
αθανάτων θεών τις δυνάμεις, 
εφημέρων ανθρώπων τα όνειρα.



Χαίρετε, Μοίρες, κόρες της Νύχτας, Τύχη Αδράστεια Νέμεσι,
τρεις αδελφές αδιαίρετες, τρία νήματα, 
το ένα με τ΄ άλλο αταίριαστα,
σ΄ένα μόνο υφαντό, σ΄έναν κόσμο εξαίσιο αρμόζετε.

Χαίρετε, Μοίρες, κόρες της Νύχτας, Τύχη Αδράστεια 
και Νέμεσι εσύ, του Διός η ομόκλινη· 
εσύ δρόμους, λίγους πολλούς, 
σε κάθε ταξιδιώτη ανοίγεις, 
η Αδράστεια όμως, κυρά δίχως έλεος, διατάζει 
σε κάθ΄ επιλογή το τέλος ν΄απονέμεις που αρμόζει· 
από σένα η  Ελένη γεννήθηκε,
η ομορφιά της ζωής που αξίζει γι' αυτήν 
και τη ζωή του κανένας να δώσει.
Δέχου, θεά, τις άγιες σπονδές, τις ευχές, 
της ψυχής μας το αίμα, 
δίνε μας κρίση και χρόνο.

Χαίρετε, Μοίραι, θύγατρες Νυκτός Τύχη Ανάγκη Ελευθερία,
αληθεστάτη και αδιαίρετε τριάς, 
θεών απάντων και ανθρώπων μητέρες,
εύφρονι βουλή έλθοιτε ημίν 
—ευήκοοι, ευμενείς, λυσιπήμονες.







Τρίτη 10 Μαΐου 2011


    
Η Θέμιδα στον Όλυμπο

Η Θέμιδα, η κόρη του Ουρανού και της Γης, ανέβηκε στον Όλυμπο. Bρήκε τους θεούς να συζητούν στον οίκο του Δία. Εκείνοι έσπευσαν να την χαιρετήσουν, της πρόσφεραν ποτήρι να πιει και θρόνο να καθίσει, η Θέμιδα όμως αρνήθηκε· στάθηκε όρθια, μόνη στο μέσον της ομήγυρης των θεών, και, βλέποντας το Κράτος και τη Βία να παραστέκουν τον Δία, οργισμένη τέτοιους λόγους του απηύθυνε:
«Πατέρα Δία, Κρονίδη, των θεών μέγιστε και άριστε, θυμάμαι πολύ καλά, αλήθεια, τις μάχες εκείνες τις παμπάλαιες ενάντια στους Τιτάνες. Πολλοί θεοί πολέμησαν τότε, Δία, στο πλευρό σου. Μεταξύ αυτών η σεβάσμια Στύγα, η κόρη του Ωκεανού, και τα παιδιά της, ο Ζήλος και η Νίκη και τούτοι εδώ, η Βία και το αδυσώπητο Κράτος. Δικαίως, λοιπόν, αυτοί απολαμβάνουν την τιμή να παραστέκουν τον νικητή. Κάποιοι άλλοι όμως έμειναν, ως φαίνεται, Δία, αργοί, διόλου δεν σε συνέδραμαν, μεταξύ αυτών πρώτη εγώ, η Θέμιδα και ο γιος μου, ο επινοητικός Προμηθέας. Δικαίως, λοιπόν, αθάνατοι θεοί, εκείνος κρέμεται δεμένος ανάμεσα σε γη και ουρανό, δικαίως εγώ μένω αποκλεισμένη από τη συντροφιά των παιδιών της Ρέας, που τέτοια ανταμοιβή επεφύλαξαν σε αυτόν που τόσο τους ευεργέτησε έχοντας προδώσει τον ίδιο του τον πατέρα και τους αδελφούς του πατέρα του.»
Oι θεοί και οι θεές έμεναν σιωπηλοί. Ούτε ο Δίας μίλησε αμέσως, μόνο κοιτούσε την Θέμιδα που στεκόταν όρθια στο μέσον της ομήγυρης των θεών· στο τέλος αποκρινόμενος είπε:
«Σεβαστή Θέμιδα, κόρη του Ουρανού και της Γης, αδελφή της Ρέας, της μεγάλης μας μητέρας, πικραμένη βαθιά λόγους πικρούς απευθύνεις σε όλους μας, λησμονείς όμως πόσο πόνο έφεραν στην πλατιά γη οι πράξεις του πανούργου Προμηθέα. Θα σου θυμίσω, λοιπόν, θεά, τούτη την ιστορία.
Ζούσε κάποτε, όταν ακόμη βασίλευε ο Κρόνος, ένα γένος θεόμορφο, αγαπητό πολύ σε μένα, που ήμουν ακόμη παιδί στο σπήλαιο της μητέρας μου, στην ιερή Κρήτη. Το γένος αυτό των Κουρητών, γένος χρυσό, και οι νύμφες της Ίδης με είχαν προστατεύσει, αφού η Ρέα με έσωσε από τον ζηλωτή Κρόνο που αγωνιζόταν να κλείσει στο σώμα του όλα τα παιδιά του. Είχαν, αλήθεια, οι θεόμορφοι Κουρήτες νου θεϊκό αλλά κλεισμένο σε σώμα φθαρτό· πόνος μεγάλος, αβάσταχτος, μια ψυχή που μπορεί και διεισδύει στα μυστικά των θεών να βλέπει μέσα από μάτια εφήμερα, να σβήνει μόλις αυτά σφραγίσουν για πάντα και να γνωρίζει το τέλος της. Όταν, λοιπόν, κατακτήσαμε, θεά, την βασιλεία του ουρανού, στους αγαπημένους μου Κουρήτες, σε όσους είχαν χαθεί μέσα στον ορυμαγδό της μάχης και σε όσους είχαν σωθεί, έδωσα σώματα πύρινα, θεϊκά, αθάνατα, έγιναν δαίμονες αγαθοί, θίασοι μακάρων βακχικοί, σύντροφοι των νυμφών και των σατύρων· αυτοί αργότερα έδειξαν και πάλι την αγάπη τους προς εμένα αναδεχόμενοι τον Διόνυσό μου.
Και αποφασίσαμε τότε, θεά, να μην επιτρέψουμε ποτέ νους θεϊκός να κλειστεί σε σώμα φθαρτό, ποτέ μια ψυχή ικανή να διεισδύει στα μυστικά των θεών να μη ξαναδεί μέσα από μάτια εφήμερα, ποτέ να μη ζήσει ψυχή θεϊκή γνωρίζοντας ότι θα έρθει γι΄ αυτήν ο χρόνος του τέλους.
Όμως ο Προμηθέας παράδοξα αγάπησε το άγαλμα που ο Ήφαιστος έπλασε με χώμα και νερό, είδωλο της Μητέρας Γης, δώρο δικό μας και του Ουρανού προς αυτήν, δώρο συμφιλίωσης μετά τις παμπάλαιες θεομαχίες μας. Ήταν, αλήθεια, έργο εξαίσιας τέχνης. Όλοι οι θεοί και οι θεές όλες θαύμασαμε εκείνο το άγαλμα, έργο άφθαστης τέχνης, και το ονομάσαμε Πανδώρα, αφού ήταν εικόνα τρυφερή Εκείνης που τα πάντα δωρίζει. Όμως ο γιος σου, θεά, μη καταδεχόμενος, καθώς φαίνεται, να σμίξει με μία από τις θεές ή τις νύμφες, εμφύσησε στην πήλινη εικόνα την πνοή του, φλόγα θεϊκή, χωρίς να σκεφθεί, αν και γνώριζε, τον πόνο που θα έφερνε σ΄ εκείνη που είχε αγαπήσει και στα παιδιά που από τον έρωτά του θα έφερνε στο φως, χωρίς να σκεφθεί την κοινή μας απόφαση.
Κοίτα, θεά, κάτω στη γη τους ανθρώπους. Πικραμένη αποφεύγεις τον Όλυμπο και πλανιέσαι ανάμεσά τους, τους γνωρίζεις καλά· πολεμούν να ζήσουν και τη ζωή αυτή, για όσους την κερδίζουν, την κυβερνά η αγωνία· με πειθώ και με βία υποδουλώνουν ο ένας τον άλλο ζητώντας να κατακτήσουν μια εφήμερη ικανοποίηση, χλωμό είδωλο της δικής μας θεϊκής μακαριότητας που βλέπουν στα όνειρά τους.
Επεδίωξα να εξαλείψω αυτή την αθλιότητα· έστειλα χειμώνες και κατακλυσμούς αλλά αυτοί επιβίωσαν, χάρη στην κληροδοτημένη από τον πατέρα τους επινοητικότητα. Θέλησα να κατοικείται ο κόσμος από αθανάτους θεούς μόνο και από κτήνη θνητά, χωρίς νου και συνείδηση, αλλά, καθώς φαίνεται, άλλη είναι η βούληση των Μοιρών. Και ιδού, κάποιοι από τους αθανάτους θέλησαν να συνδράμουν το δυστυχισμένο αυτό αργυρό γένος και εγώ δεν τους το αρνήθηκα. Κάθε νύμφη θέλησε να δείξει στον θνητό εραστή της τα μυστικά που κρύβουν οι πέτρες, τα δέντρα και οι καρποί, οι άνεμοι και τα νερά, τα ίδια τα άστρα. Από τον Όλυμπο κατέβηκαν στη γη επίκουροι των ανθρώπων η Δήμητρα και ο Διόνυσος, η Αθηνά, ο Απόλλων και οι Μούσες, ο Ερμής. Όμως παρά τα δώρα των θεών, παρά τις κάθε λογής τέχνες και επιστήμες, οι θνητοί, όσο και αν προοδεύουν, δεν έχουν κατορθώσει να δαμάσουν τον τρόμο της πολυκέφαλης φθοράς τους. Και, είμαι βέβαιος, δεν θα το κατορθώσουν δυστυχώς ποτέ. Γι' αυτό, σεβαστή Θέμιδα, ο γιος σου ο Προμηθέας, ο αίτιος αυτής της αθλιότητας, θα κρέμεται στους αιώνες δεμένος ανάμεσα σε γη και ουρανό.»
Έτσι μίλησε ο γιος του Κρόνου. Kαι η Θέμιδα έμενε σιωπηλή, πονώντας βαθιά μέσα στην ψυχή της, έμενε όρθια μόνη εμπρός στον θρόνο του Δία.
Η σεβαστή Ήρα σηκώθηκε από την θέση της, πήρε την Θέμιδα κοντά της, της έδωσε σκαμνί χρυσό για να καθίσει και διέταξε την Ήβη να φέρει ένα ποτήρι κρασί να την κεράσει. Έσκυψε έπειτα η βασίλισσα του ουρανού προς την πλευρά της Αθηνάς· κάτι συζήτησαν για λίγο οι δυο τους· και τότε η Αθηνά, η θεά με τους λαμπρούς οφθαλμούς, άφησε τη θέση της, στάθηκε στο μέσον της ομήγυρης των θεών και, όρθια εμπρός στον θρόνο του Δία, τέτοιους λόγους του απηύθυνε:
«Πατέρα Δία, Κρονίδη, των θεών μέγιστε και άριστε, όσα είπες για την τρέλα του Προμηθέα είναι σωστά· όλα θα ήταν, αλήθεια, πιο ήσυχα και αμέριμνα στον κόσμο αν η Πανδώρα παρέμενε ένα σιωπηλό άγαλμα της Μητέρας Γης, κόσμημα στον οίκο σου. Όμως, καθώς φαίνεται, άλλη ήταν η βούληση των Μοιρών και γι' αυτό γέμισε η γη με ανθρώπους. Και είναι, επίσης, αλήθεια ότι όλοι οι θεοί και οι θεές όλες συμφωνήσαμε, παρά την μεγάλη μας λύπη και την ευγνωμοσύνη μας προς αυτόν που συνέβαλε με τις πολύτιμες υποδείξεις του στην ήττα του Κρόνου και των Τιτάνων, ότι ήταν δίκαιη η τιμωρία του Προμηθέα, αφού παρέβη την κοινή μας απόφαση και έγινε αίτιος της ανθρώπινης αθλιότητας. Θα μπορούσα, βέβαια, να παρουσιάσω επίσης, πατέρα Δία, την ανθρώπινη ομορφιά και την ανθρώπινη καλοσύνη, που απροσδόκητα βλασταίνουν μέσα στην αγωνία και γεννούν ελπίδες ακατανόητες. Ομορφιά, καλοσύνη και ελπίδες ασήμαντες συγκρινόμενες με τη δική μας θεϊκή μακαριότητα, οπωσδήποτε όμως κοσμούν, δεν βαρύνουν με την ύπαρξή τους την γη. Ας είναι. Όμως, μέγιστε και άριστε των θεών, σου υπενθυμίζω την οφειλόμενη στον Προμηθέα ευγνωμοσύνη. Και αν αυτή δεν αρκεί, σου υπενθυμίζω ακριβώς τον λόγο για τον οποίο ο Προμηθέας τιμωρείται: επειδή οι άνθρωποι δεν έχουν ακόμη κατορθώσει να δαμάσουν τον τρόμο της πολυκέφαλης φθοράς τους, στον οποίo οφείλεται η αθλιότητά τους. Αυτό, αντιλαμβάνομαι, σημαίνει ότι, αν κάποτε οι άνθρωποι καταφέρουν να βρουν το φάρμακο αυτού του τρόμου, αυτό σημαίνει, πατέρα Δία, ότι τότε θα είναι δυνατό να ελευθερωθεί ο Προμηθέας.»
Έτσι μίλησε η θεά με τους λαμπρούς οφθαλμούς. O Δίας έστρεψε για λίγο το βλέμμα προς την αδελφή και σύζυγό του, που απηύθυνε χαμηλόφωνα λόγους παρηγορητικούς προς την Θέμιδα. Έπειτα, αποκρινόμενος στην Αθηνά έτσι μίλησε:
«Αλήθεια, αγαπημένο μου παιδί, έτσι είναι όπως τα λες· αν κάποτε οι άνθρωποι καταφέρουν να βρουν το φάρμακο του τρόμου που γεννά στην ψυχή τους η πολυκέφαλη φθορά κι ο αφανισμός τους, τότε θα είναι δυνατό να ελευθερωθεί ο Προμηθέας. Όμως, κόρη μου, είμαι βέβαιος ότι δεν θα το κατορθώσουν ποτέ· το σώμα τους είναι ανίσχυρο και ο νους — α, κόρη μου, είναι ο νους φωτιά θεϊκή κλεισμένη σε περίβλημα φθαρτό που δύσκολα την υποφέρει. Και είναι κάποτε το πήλινο του ανθρώπου κορμί τόσο ανίσχυρο, που η φλόγα το τρώει από μέσα και, τρώγοντάς το, σβήνει και η ίδια, αφού ο φορέας της αδυνατεί να τη συντηρήσει· ο νους θολώνει, τυφλώνεται, ο άνθρωπος παραφρονεί, χάνεται στην έσχατη αθλιότητα και ζωντανός στον Άδη βυθίζεται.
Είναι πολύς χρόνος τώρα, θεοί, που σας έχω επιτρέψει να κατεβαίνετε από τον Όλυμπο στη σκοτεινή γη επίκουροι των ανθρώπων, όμως, το βλέπετε και σεις: τα δώρα σας δεν είναι μόνα τους ικανά να δικαιώσουν την ύπαρξή τους και να τους οδηγήσουν στην ευδαιμονία. Αν, όμως, τόσο πολύ το επιθυμείτε, εγώ δεν θα σας εμποδίσω από το να συνεχίσετε να βοηθάτε τους άθλιους θνητούς, ελπίζοντας ότι θα ανατείλει κάποτε ένας αιώνας καλύτερος από τούτον εδώ τον αργυρό αιώνα του ανθρώπινου γένους. Και αν κάποτε φανεί στη γη ο άνθρωπος που θα με πείσει ότι δάμασε τον τρόμο της φθοράς και του θανάτου, τότε, Ήρα και Αθηνά και Θέμι και σεις οι άλλοι θεοί, ορκίζομαι στα νερά της ιερής Στύγας ότι θα παραδεχθώ πως έσφαλε ο Δίας και έγινε δυνατό αυτό που τώρα θεωρώ αδύνατο, ορκίζομαι ότι τότε θα γίνει το θέλημά σας και θα επιτρέψω να ελευθερωθεί ο Προμηθέας.»

                                                                                                                                    Στην ανάμνηση της Α. 

[...]

Μιλά ο Προμηθέας. 

«Δία και σεις τα άλλα παιδιά της πανσέβαστης Ρέας, θυμηθείτε τις παμπάλαιες θεομαχίες μας: αν εγώ δεν είχα σταθεί στο πλευρό σας, ίσως ο ζηλωτής Κρόνος, ο τρομερός πατέρας που πάντα απειλεί να κλείσει μέσα στο πελώριο σώμα του όλους τους θεούς, τον ίδιο τον κόσμο, ίσως ο Κρόνος, αφού, Δία, σε νικούσε, να είχε ολοκληρώσει το σχέδιο που η μητέρα σου κάποτε εμπόδισε.
Χάρη στον έρωτα του Προμηθέα γίνατε Ολύμπιοι· χωρίς τον Προμηθέα και την Πανδώρα, θα είχατε παραμείνει ανώνυμα μέρη μιας ανώνυμης φύσης.
Οι Μοίρες θέλησαν, Δία, να γεμίσει η γη με ανθρώπους· η Τύχη, η Ανάγκη και, περισσότερο απ' όλες, η νεώτερη αδελφή τους, η Ελευθερία. 
Οι Μοίρες θέλησαν να γεννηθεί η Πανδώρα, γυναίκα αληθινή, όχι πήλινη εικόνα, άνθρωπος με τη φωτιά της ψυχής μες στα στήθη. Εφήμερη είναι αλήθεια η ζωή της, εφήμερη, το γνωρίζω, πάντα το γνώριζα, εφήμερη, εύθραυστη αλλά -γι'αυτό ακριβώς- τόσο πλούσια, περίπλοκη και γοητευτικά αντιφατική, τόσο πολύτιμη όσο κανενός αθανάτου, κανενός αγριμιού η ζωή.
Από το εργαστήριο του Ηφαίστου αναδύθηκαν πράγματα βουβά, όγκοι τυφλοί και άλογα γένη· τέλος, ένα άγαλμα εξαίσιο, λαμπρή εικόνα της Μητέρας Γης αλλά εικόνα και άγαλμα μόνο. Ο δικός μου ο έρωτας άναψε σπινθήρες ψυχής στο έργο του Ηφαίστου, ο έρωτάς μου έδωσε ζωή σε ένα ον διφυές, δισυπόστατο, σύμμαχό μας, Κρονίδη, όχι αντίπαλο: ο άνθρωπος δίνει φωνή και όψη και όνομα στο ανεκδήλωτο θείο, και ο θεός, εξαίσια εικονισμένος, έλκει τον άνθρωπο προς την τελειότητα.
Και έσμιξαν οι γιοι του Προμηθέα και της Πανδώρας με τις νύμφες της γης, οι κόρες μας έσμιξαν με τους σατύρους της: το θείο υπάρχει αδιαίρετα ενωμένο με το ζωώδες μέσα σε κάθε γυναίκα, μέσα σε κάθε άνδρα, μέσα σε όλες τις φυλές του ανθρώπινου γένους, φυλές ποικίλες, πολύχρωμες φωτιές που τρεμοσβήνουν σαν άστρα στη σκοτεινή γη, όπως ιριδίζουν μετά την καταιγίδα φύλλα και πετρώματα πλυμένα απ΄το νερό του ουρανού, όπως οι τελευταίες αιωρούμενες σταγόνες, όπως τα νερά του ποταμού που, φουσκωμένος από τη βροχή, ορμώντας μέσ' από τις χαράδρες, παρασέρνει τα πιο ποικίλα χώματα και βάφει τη θάλασσα στα πιο ποικίλα χρώματα...   
Ω Δία, τη γέννησή σου θυμήσου: χάρη στους ανθρώπους σώθηκες, Κρονίδη· όχι χάρη σ΄εκείνους τους συγκεκριμένους ανθρώπους, τους αγαπημένους σου Κουρήτες, αλλά χάρη στην ύπαρξη λόγου θεϊκού σαρκωμένου σε πρόσκαιρο σώμα. Δία, οι Μοίρες γνωρίζουν -ρώτα την αδελφή και σύζυγό σου, την Ήρα που φέρνει στον θρόνο σου τη φωνή τους- ότι, αν απομείνει χωρίς ανθρώπους ο κόσμος, ό,τι θείο υπάρχει στη φύση θα μείνει ανώνυμο, αλάτρευτο και σιωπηλό, αφόρητα μόνο.
Χάρη στους ανθρώπους ακούγεται στον κόσμο η φωνή μας· χάρη στους ανθρώπους φαίνεται στον κόσμο η όψη μας· είμαστε εκείνο που, μέχρι να δημιουργηθούν οι άνθρωποι, παρέμενε άδηλο ή ατελώς εκδηλούμενο στους βουβούς όγκους των βουνών, στο βουητό του σεισμού, στο τραγούδι του νερού, στο φτεροκόπημα των εντόμων, στων αγριμιών το ερωτικό κάλεσμα και τον επιθανάτιο ρόγχο. Και εσείς, τα παιδιά της πανσέβαστης Ρέας, χάρη στους ανθρώπους γίνατε Ολύμπιοι· γιατί, εσείς περισσότερο από μας τους Τιτάνες, περισσότερο από κάθε αόριστη δύναμη δαιμονική, γεννάσθε και επιφαίνεσθε εκεί όπου το βλέμμα του ενός ανθρώπου συναντά το βλέμμα του άλλου ανθρώπου, εκεί όπου το βλέμμα του ανθρώπου αγγίζει τη φύση, εκεί όπου η ανθρώπινη φωνή ονομάζει τα πράγματα. Επιφαίνεσθε, Ολύμπιοι, και οδηγείτε τον άνθρωπο προς τα ανθρωπινότερα όνειρά του.
Στον ανθρώπινο λόγο η έδρα των θεών, αλήθεια - εκεί ο Όλυμπός σου, ω Δία, που ζήτησες ν' αφανίσεις τον ονοματοδότη και λατρευτή σου.»

                                                                                                                                   Στον Γ. και την Μ.  











ΕΙΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΝ


Στα χέρια σού δώσαν τον Άδωνι, 
φύλαγέ του, θεά, τη μνήμη αθάνατη
βαθιά στον οίκο του Άδη, αδύναμος ίσκιος και όνειρο, 
χαρά της ζωής μας και δύναμη. 

Ό,τι τελειώνει στα χέρια σου έρχεται,
ό,τι απ΄το εφήμερο σώζεται, σχἠματα διάφανα, 
μνήμες θαμπές, του ανθρώπινου μύθοι, 
στην αυλή σου, κυρά, φυτρώνουν ασφόδελοι. 

Τρομερή Περσεφόνη και σεις οι άλλοι θεοί, 
δώστε μας γνώση και χρόνο
στάλα τη στάλα να πιούμε
τη ζωή που μας δόθηκε. 

                                            Στον Γ. 

10 Μαϊου 2011
μέρα μεσημέρι σκοτάδι 
στο κινητό μου
φως μαγικό μου





Ασφόδελος του Ξωμερίτη




Τρίτη 8 Μαρτίου 2011