Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

 
 
Ιερά Μεταφορά Αγία Εικασία
Λατρευτικοί στίχοι





 
 
...ὥστε ἐνετύχομέν τε ἀλλήλοις καὶ συνεωρτάσαμεν, γενομένης γε κἀμοὶ παρὰ τοῦ θεοῦ βοηθείας πολλῆς καὶ συνεχοῦς καὶ παράδοξα ἐχούσης. ὧν ν ἦν λιποψυχοῦντα καὶ παντελῶς ἀπορούμενον ποιῆσαι μέλη, γάμον τε Κορωνίδος καὶ γένεσιν τοῦ θεοῦ, καὶ τὴν στροφὴν ὡς ἐπὶ μήκιστον ἀποτεῖναι· καὶ ἐποίησα τὰ ᾄσματα ἐφ’ ἡσυχίας οὑτωσὶ καὶ κατ ἐμαυτὸν ἐνθυμηθείς, καὶ πάντων ἤδη λήθη ἦ ν τῶν δυσχερῶν. 

Αίλιου Αριστείδη Ἱεροὶ Λόγοι Α, 73 ― 2ος αιώνας μ.Χ. 



...Έτσι βρεθήκαμε ο ένας με τον άλλο και γιορτάσαμε μαζί, αφού είχα κι εγώ λάβει μεγάλη βοήθεια από τον θεό, βοήθεια που ήταν συνεχής και περιελάμβανε παράδοξα παραγγέλματα. Ανάμεσα σ’ αυτά και το ότι, ενώ ήμουν εντελώς εξαντλημένος και σε απόλυτη αμηχανία, μου παράγγειλε να συνθέσω άσμα για τον έρωτα της Κορωνίδας και τη γέννηση του θεού, και να κάνω τη στροφή όσο το δυνατόν πιο πολύστιχη· και συνέθεσα τα τραγούδια με τόση ηρεμία και τόσο συγκεντρωμένος στον εαυτό μου, που  όλα  τα δύσκολα πια λησμονήθηκαν. 




* * *








  ...ζαθέων ἀπὸ βίβλων 
νεύσατ’ ἐμοὶ φάος ἁγνὸν
ἀποσκεδάσαντες ὁμίχλην.

Πρόκλου Εἰς θεοὺς πάντας στ. 5-7  5ος αιώνας μ.Χ.

...απ τα ιερά νεύοντάς μου βιβλία
αγνό στείλτε φως
την ομίχλη σκορπίζοντας.  





* * *







 

 

 

 

 

 

 

Ἡ μνήμη τὰ φοβᾶται ξέχασε καὶ τά ’δε άστόχησέ τα,

κι ὡς συνηθάει τὸν τρόμο σκέπασε με φανταχτὸ μαγνάδι.

Νίκου Καζαντζάκη Ὀδύσσεια Ο 848-9

 
 
 
 
* * *


 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

 

καὶ τὸ μὲν οὖν σαφὲς οὔτις ἀνὴρ ἴδεν οὐδέ τις ἔσται εἰδὼς ἀμφὶ θεῶν τε καὶ ἄσσα λέγω περὶ πάντων· εἰ γὰρ καὶ τὰ μάλιστα τύχοι τετελεσμένον είπών αὐτὸς ὅμως οὐκ οἶδε· δόκος δ’ ἐπὶ πᾶσι τέτυκται.

 
Ξενοφάνης Β 34
 
 

Κανένας άνθρωπος δεν ξέρει ούτε κανείς θα γνωρίσει την αλήθεια για τους θεούς και για όλα τα πράγματα για τα οποία μιλώ. Και αν κάποιος συμβεί να πει την πλήρη αλήθεια, ο ίδιος δεν θα το γνωρίζει. Πιθανή γνώση μόνο υπάρχει για όλα τα πράγματα.

 
 
 
* * *
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Συγκεντρώνει λέξεις που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για εκατό γενιές· διαλέγει ρυθμούς που δεν έχουν τραγουδηθεί για χίλια χρόνια.

Λου Τσι, Κινέζος ποιητής και κριτικός του 3ου αι. μ.Χ.




* * *


















Η μαγεία μίλησε σανσκριτικά στην Ινδία, αιγυπτιακά και εβραϊκά στον ελληνικό κόσμο, ελληνικά στον λατινικό, λατινικά στον νεότερο.
Μαρσέλ Μως και Ανρί Υμπέρ,
Σχεδίασμα μιας γενικής θεωρίας για τη μαγεία 1902
στο Όψεις της Γλώσσας του Α.-Φ.Χριστίδη 2002





* * *














...ο ινδικός όρος για την αλφάβητο, devanagari, σημαίνει «Η κατοικία των θεών».
Δ. Γιατρομανωλάκης και Π.Ροϊλός, Προς μια τελετουργική ποιητική 2005




* * *













Στις μέρες μας, μόνο κάτω από σπάνιες περιστάσεις νοησιακής υποτροπής οι ποιητές πλάθουν στίχους μαγικά ενεργούς με την αρχαία έννοια του όρου. Κατά τα άλλα η σύγχρονη εφαρμογή της ποιητικής γραφής ανακαλεί στη μνήμη τα φανταστικά και εκ των προτέρων καταδικασμένα πειράματα των μεσαιωνικών αλχημιστών για τη μεταστοιχείωση κοινών μετάλλων σε χρυσάφι· τουλάχιστον ο αλχημιστής ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τον καθαρό χρυσό όταν τον έβλεπε και τον έψαυε. Η αλήθεια είναι ότι μόνο χρυσοφόρα κοιτάσματα μετατρέπονται σε χρυσό· μόνον η ποίηση σε ποιήματα.
Ρόμπερτ Γκρέιβς, Λευκή Θεά 1948, 1960
στην ελληνική γλώσσα από τις εκδ. Κάκτος 1998



* * *




 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι λέξεις, το συντακτικό και οι εικόνες της προσευχής δεν είναι αυτά της καθημερινής, της βέβηλης ομιλίας. Όπως το σώμα όταν στρέφεται να προσευχηθεί παίρνει μια στάση άλλη, καθεαυτήν αλλόκοτη, όμοια και η γλώσσα μεταμορφώνεται και αγωνίζεται ν’ ακτινοβολήσει ένα φως αλλιώτικο, να συντονιστεί με έναν Άλλο, ανοίκειο ρυθμό ― που ωστόσο μοιάζει να βγαίνει απ’ τα ίδια τα έγκατα του εαυτού και του χρόνου. Συγχώρησέ μου, λοιπόν, ακροατή κι αναγνώστη, τις αβύσσους, τις Άρπυιες και τις Ερινύες, τους θεούς και τους δαίμονες, αλλοτινών καιρών τα δεινά και πελώρια.






* * *
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Προοίμιο



Στον βυθό των πραγμάτων κρυμμένοι μιλούν οι θεοί.


Την ακοή μου καθάρισε, Μούσα,

τους αθάνατους λόγους ν’ ακούω.

Την αχλύ απ’ τα μάτια μου διώξε

να φτάνει το βλέμμα στον Όλυμπο.

Πού είναι ο θεός και πού το θηρίο

στων ψυχών τις αβύσσους να βλέπω.

















Του Λοξία προφήτης δεν είμαι 

χρησμούς να σκαρώνω αμφίβολους.

Ν’ αφηγούμαι ποθώ καθαρά,

ο μύθος να βγαίνει απ’ τα πράγματα,

καθώς ο χυμός απ’ το σταφύλι που θλίβεται.



* * *











Κυριακή 3 Ιουλίου 2016




















Η Αθηνά αγωνίζεται ν΄ αντιμετωπίσει τη συντριβή του Ηρακλή μετά τον ακούσιο φόνο των παιδιών και της συζύγου του, τον κίνδυνο να ακυρωθεί όλη η προηγούμενη ζωή και προσφορά του εξαιτίας του φρικτού αυτού εγκλήματος.

Πώς η θεά θα πείσει τον ήρωα να συνεχίσει τον αγώνα του;


Η σκηνή στην Αθήνα. Ο γιος της Αλκμήνης -στο τέλος του ευριπίδειου «Ηρακλή»- είχε ζητήσει από τον Θησέα να τον συντροφεύσει μέχρι τις Μυκήνες, όπου όφειλε να παρουσιάσει τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα. Ο Θησέας ακολούθησε τον φίλο του μέχρι τις Μυκήνες και μετά στο Ταίναρο, όπου ο φύλακας του Άδη ελευθερώθηκε για να επιστρέψει στον Κάτω Κόσμο. Έπειτα, οι δύο ήρωες γύρισαν στην Αθήνα· ο Θησέας αρνήθηκε ν΄αφήσει μόνο του τον Ηρακλή και τον έπεισε να έρθει μαζί του, ώστε να υποβληθεί στους αναγκαίους καθαρμούς.


Ο γιος της Αλκμήνης κλείνεται σε ένα δωμάτιο του αθηναϊκού ανακτόρου, κοντά στο ιερό της Αθηνάς.


Τότε ξεσπά μια κοσμογονική καταστροφή· τρομακτικοί σεισμοί συνταράσσουν το Αιγαίο· ηφαίστεια εκρήγνυνται, κύματα υψώνονται, καταστρέφονται πόλεις. Γίγαντες ανεβαίνουν στην επιφάνεια της γης και αμφισβητούν την εξουσία του Δία.



Της γης η φλούδα ράγισε
φάνηκαν οι Τιτάνες,
οι Γίγαντες ορθώθηκαν,
τον ουρανό φοβίζουν.
Οι Μοίρες έδωσαν χρησμό,
τον έφερε η Ήρα
στων αθανάτων την ομήγυρι,
στ’ ανάκτορο του Δία,
πως οι θεοί τον άνθρωπο ζητούν
να έχουν σύμμαχό τους, 
όταν Τιτάνες πολεμούν, 
Γίγαντες και Τυφώνες.

Κι απ’ τους θνητούς που κουβαλά
στα στήθη της η Γαία
ποιος είναι αξιότερος
στον Όλυμπο ν’ ανέβει,
στου Δία το άρμα να σταθεί, 
τη Νίκη να πυργώσει,
από αυτόν που με τα χέρια δάμασε
τον φύλακα του Άδη
και έλυσε τα άλυτα 
δεσμά του Προμηθέα;

Μα της Αλκμήνης το παιδί, 
της Τίρυνθας ο πύργος,
ερειπωμένος έμενε στη γη
με σώμα στρεβλωμένο.
Κλεισμένος σε δωμάτιο 
στα βάθη του ανακτόρου,
στην κορυφή επάνω την πλατιά
του βράχου της Αθήνας,
φιλοξενούμενος αγαπητός
του βασιλιά Θησέα.
Λόγο δεν άρθρωνε ανθρώπινο, 
μόν’ γρύλισμα θηρίου.
Έμοιαζε με τον άρρωστο
που μέσα στ’ όνειρό του,
από αρρώστια πονά πολύχρονη
και βαριαναστενάζει.

Δεν μίλαγε κι ας ένοιωθε
πως πάνω απ’ το κεφάλι
αόρατη στεκόταν η Αθηνά
η μάνα του Ερεχθέα.
Γιατί κι αόρατη που ήτανε
χύνανε φως τα μάτια
επάνω στα τοιχώματα
του σκοτεινού θαλάμου,
όπου με τέχνη άφθαστη
απλώνονταν ζωγραφιστά
κυνήγια, πόλεμοι, γιορτές
και των θεών θυσίες.
Χύνανε φως τα μάτια της θεάς
στο σώμα το πελώριο,
κι έμοιαζε αυτό
βράχος που μόνος βόγγαγε
στο μένος των κυμάτων.

Άνοιξε η θύρα,
φάνηκε στο φως
η όψη του Θησέα,
του νικητή του Μίνωα
και κύρη της Αθήνας.
Στεκόταν στο κατώφλι όρθιος
και πίσω του φαινόταν
το φύλλωμα της ιερής ελιάς
να λάμπει στο σκοτάδι.

«Νωθρότητα αδύναμη
σαν ήσκιος κοιμισμένου
άντρα κρατάει δυνατό
πισθάγκωνα δεμένο.
Δεν νοιώθεις που σείεται η γη, 
έξω χαλάει ο κόσμος,
και μένεις, της Αλκμήνης γιε,
ατάραχος στην κλίνη;

»Ο ήλιος πια δεν φαίνεται, 
έγινε η μέρα νύχτα,
γεμάτος φλόγα ο μαύρος ουρανός, 
θειάφι παντού μυρίζει.
Τα σπίτια τρέμουν και γκρεμίζονται, 
τα καταπίνει ο Άδης,
μαζί μου βγες, του Δία γιε,
να σώσεις τον λαό μας,
την ανθρωπιά να σώσεις στον χαμό, 
να μη χαθούν τα πάντα,
μέσα στον τρόμο, την απόγνωση, 
να μη χαλάσει ο κόσμος,
ο κόσμος που κτίζαμε οι θνητοί
απ’ την αρχή του χρόνου.

»Να βρούμε μεις τη δύναμη
άραγε πώς μπορούμε,
αν μένει έτσι άπραγος, 
άβουλος, συντριμμένος
αυτός που με τα χέρια δάμασε
τον φύλακα του Άδη
και έλυσε τα άλυτα 
δεσμά του Προμηθέα;»

(...)
Μίλησε και έβγαινε η φωνή
βαθιά μέσ’ απ’το στήθος
όμοια με πληγωμένου αγριμιού
απ’ τη σπηλιά του μέσα.

«Σε ποιον μιλάς
ως φαίνεται ξεχνάς.
Σε έναν παιδοκτόνο.
Σε κείνον που 
ό,τι να σώζει όφειλε, 
το έριξε στον Άδη,
στο στόμα το αχόρταγο,
άσπλαχνα να τ’ αλέσει.
Σε κείνον που
ό,τι πιο αγαπητό
το έπνιξε στο χώμα, 
γυναίκας αγάπη παιδική,
τα ίδια του τα τέκνα.»

(...)
«Από το χάος αναδύθηκες,
θα βυθιστείς στο χάος,
μα πρόωρα το φως ανάμεσα
αφήνεις το να σβήνει.
Σαν της Μεγάρας τα παιδιά
κι άλλα παιδιά αφήνεις
στα δόντια του Άδη λάφυρο, 
μαζί μ’ αυτά και μένα,
μαζί με μένα την πατρίδα μας
κι ολόκληρο τον κόσμο.
Στο πριν κακό κι άλλο κακό
σωρεύει η ανημπόρια
κι ό,τι καλό τελέστηκε
να γκρεμιστεί τ’ αφήνει.»

(...)
Βγήκε αμέσως στην αυλή
αλλ’ είχε ο Θησέας φύγει.
Απόμεινε μόνος να κοιτά
της Αθηνάς το δέντρο.
Το φως του πυρωμένου ουρανού
τα φύλλ αντανακλούσαν,
μια γλαύκα που φώλιαζε εκεί
στα μάτια τον κοιτούσε.
Και τότ’ εκείνος ένοιωσε πως ήτανε
θεού φωνή του φίλου η αγάπη.









Ε ἰ ς  Ῥ έ α ν  Κ υ β έ λ η ν  ε ὐ χ ὴ


Ρέα, της Κρήτης άνασσα, κυρά της Πεσσινούντας,

άπλωσε χέρι δυνατό, προστάτευσε τη φύση.

(...)

Δυνάμεις εκδηλώθηκαν στην ύλη πριν κρυμμένες

σε όγκους μέσα σιωπηλούς, χάρη στον Δία κι εσένα

έλαμψαν όσα ο Κρόνος πάλευε μέσα του να κρατήσει.

Αστράψανε τα σώματα και η ψυχή γεννήθη,

εύθραυστη και πολύτιμη, έτσι με μιας που σβήνει.

Κι απ’ τις ψυχές αργότερα ο λόγος του ανθρώπου,

ακόμη πιο εύθραυστος αυτός, βλαστός που έχει ρίζες

βαθιά μες στην καρδιά των σιωπηλών σωμάτων.

Κανένα μέρος του παντός δεν μένει ξένο στ’ άλλα,

τα πάντα γεμάτα με θεούς που συγκρατούν τα πάντα,

κανένα σχίσμα πουθενά με γέφυρας ανάγκη.



Ῥέα Κυβέλη, μῆτερ τῶν θεῶν, σὺ εἶ πηγὴ ἡ ζωογόνος,

Ἑστίαν πρώτην φήνασα, Δήμητρα τε καὶ Ἥραν

Ἅδην τε καὶ Ποσειδῶ, ἔσχατον μέγαν Δία.


Χάρη σε σένα και στα τέκνα σου η δύναμη του Κρόνου

εκφαίνεται πάντα ενεργή, διαχέεται ποικίλη

από το βάθος τ’ ουρανού μέχρις εγκάτων ύλης.

(...)

Ρέα, της Κρήτης άνασσα, κυρά της Πεσσινούντας,

τη φύση των πάντων ερευνώ και τη ζωή τ’ ανθρώπου,

κι αναγνωρίζω, δέσποινα, τα δικαιώματά σου.


30-31 Οκτωβρίου 2015















Ε ἰ ς  Ἀ ρ τ έ μ ι δ α  Ἀ γ ρ ο τ έ ρ α ν  ε ὐ χ ή
ἐπὶ τῇ κτηνῶν σφαγῇ τε καὶ βορᾷ


Άρτεμι, συγχώρησε τον σκοτωμόν ετούτο.


Βογκώντας σέρνονται τ’ αγρίμια στο σφαγείο, 

γελάδια, πρόβατα, πουλιά κλεμμένα από σένα,

μέσα πατούν στο αίμα τους, έντρομα σε κοιτούνε,

αθώρητη τα παρηγορείς πριν βρουν τον θάνατό τους.


Κυρά των αγριμιών εσύ, Άρτεμι Αγροτέρα, 

από τις Νύμφες σου κι εσέ τα κλέψαν οι αδελφοί σου,

ο Απόλλωνας και ο Ερμής, ο Πάνας των ποιμνίων.

Κι απ’ τους θεούς τα πήρανε οι άξεστοι ποιμένες,

τα ημέρωσαν, τα μέτρησαν, τα κλείσανε σε μάντρες,

τ’ αρμέξανε, τα κούρεψαν, μετά τα ζευγαρώσαν,

και πήραν τα γεννήματα και φτιάξαν περιουσίες.

Αυτοί πρώτοι πιστέψανε και τους άνθρώπους όμοια

πως είχαν το δικαίωμα να κλείνουνε σε μάντρες.

Γυναίκες πρώτα και παιδιά με βία προσδεθήκαν 

μετά όσοι δεν πρόλαβαν, δεν είχανε την τύχη,

όσοι απλώς δεν θέλησαν, και όσοι νικηθήκαν.

Οι πού ’σαν πριν ελεύθεροι πέσαν στην εξουσία

των πατεράδων, των αντρών, του κάθε πατριάρχη.


Ἵλεως τῷ θύτῃ ἐλθέ, Ἄρτεμι Ἀγροτέρα,

ὅτι σοῦ ἐσμὲν πάντα τὰ γένη τὰ θνητὰ,

θαλάσσης, οὐρανοῦ καὶ γῆς τὰ πάντα.


Λυπήσου, θεά, τον δήμιο τι τον πιέζει ανάγκη,

ανάγκη πανανθρώπινη πώς να τραφούν τα πλήθη. 

Γνωρίζουμέ το, δέσποινα, σεβόμαστε το αίμα,

θυμόμαστε το χρέος μας και κάνουμε τα πρέπει.

Τα μερωμέν’ αγρίμια σου και σέν’ ευχαριστούμε

για τη ζωή που χάνουνε, για την που δίνουν σάρκα.


Κυρά των αγριμιών εσύ, Άρτεμι Αγροτέρα,

τη φύση των πάντων ερευνώ και τη ζωή τ’ ανθρώπου,

κι αναγνωρίζω, δέσποινα, τα δικαιώματά σου.





24-25 Απριλίου 2015












Ε ἰ ς  Ἑ ρ μ ῆ ν  Χ α ρ ι δ ό τ η ν  ε ὐ χ ή
―Στον Ερμή της Πρωτομαγιάς



Ερμή μου πολυμήχανε, αρχάγγελε του Δία, 

Κυλλήνιε μοναχογιέ της λευκοχέρας Μαίας, 

όρισε στο τραπέζι μας, στη συντροφιά μας φέρε

τις Χάριτες του ουρανού, της γης και της θαλάσσης

τις Χάρες τις πολύτιμες των αθανάτων όλων

αφού χωρίς αυτές ο βίος μας αβίωτος θα γίνει.

Φέρε την Αίγλη τη λαμπρή, τη φουντωμένη Θάλεια,

φέρε και τη μικρότερη πασίχαρη Ευφροσύνη.

Απ’ της ζωής τα αγαθά ανώφελο κανένα,

σ’όλα τους πρέπει σεβασμός, υπομονή και μέτρο.


Αἱ Χάριτες τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης

πᾶσαι ἐν βρώσει ἔλθοιεν, ἐν πόσει, ἐν τοῖς ἔργοις


ἡμῖν τοῖς ἑορτάζουσιν ἐν ταύτῃ τῇ θυσίᾳ.


Κι αν έρθει ανάγκη, κύρη μου, αν πρέπει να διαλέξω,

από τα δώρα των θεών αν αγαπήσω ένα,

τον τρόπο δείξε μου, πολύτροπε, σ’ όλα τιμή να δίνω,

κανείς θεός μην οργιστεί, το βλέμμα αποστρέψει,

το φως της μη χάσει η ζωή και γίν’ η χαρά μου θλίψη.


Σαν τότε που ο κυνηγός, το τέκνο του Θησέα

στην Άρτεμη όλος δόθηκε, μίσησε την Αφροδίτη.

Ο Ιππόλυτος αρνούμενος το κάλεσμα του πόθου

να μείνει θέλησε παιδί άγουρο και παρθένο.

Κι αν έσφυζε το σώμα του απ’ τους χυμούς της νιότης

ο νους σκληρά τον έσπρωχνε ενάντια στη φύση

και την Κυθέρεια ατίμασε, αρνήθη τα ιερά της.

Εκείνη πάνω του έστρεψε τον έρωτα της Φαίδρας,

αταίριαστο, περιπαθή, πανίσχυρο και ψεύτη.

Κι αν ήθελε δεν μπόρεσε η Άρτεμι να σώσει

τον άνθρωπο που απόδιωξε την χάρη των Ερώτων.


Ή σαν εκείνο τον βοσκό, το τέκνο του Πριάμου,

τον Πάρη που μπροστά του εσύ οδήγησες, Ερμή μου,

τις τρεις ολύμπιες δέσποινες εκείνος να διαλέξει

από τις τρεις ποια προτιμά, ποιανής τα δώρα θέλει,

τις νίκες τις πολεμικές, μήπως την εξουσία

ή μήπως απ’ όλα πιο πολύ τα έργα των Ερώτων.

Κι εκείνος στην Κυθέρεια όλος παραδομένος

την Ήρα και την Αθηνά αφόρητα προσβάλλει

νόμους παραβιάζοντας, κλέβοντας την Ελένη.

Και όσο αν ικέτευε τον Δία η Αφροδίτη

ξεχείλισ’ ο θυμός των θεαινών και έκαψε την Τροία.


Έχει η ανάγκη χίλια πρόσωπα και η ζωή μυριάδες

ποικίλα και αντιφατικά, εράσμια και πλάνα

και πίσω απ’ το καθένα τους ενός θεού η λάμψη.

Στη σκέψη δώσε δύναμη, επιμονή στην πράξη,

φίλους, σημάδια, οδηγούς, αληθινούς συμβούλους,

σε τούτο το ταξίδι, Ερμή, τον δρόμο μου να βρίσκω.


Αἱ Χάριτες τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης

πᾶσαι ἐν βρώσει ἔλθοιεν, ἐν πόσει, ἐν τοῖς έργοις


ἡμῖν τοῖς ἑορτάζουσιν ἐν ταύτῃ τῇ θυσίᾳ.




Ερμή μου πολυμήχανε, αρχάγγελε του Δία,

την φύση των πάντων ερευνώ και τη ζωή τ’ ανθρώπου

κι αναγνωρίζω, κύριε, τα δικαιώματά σου.





Νύχτα 19ης προς 20ή Απριλίου 2015